Στις όχθες αυτής της λίμνης
ήταν χτισμένο το τεράστιο παλάτι της Μεταξένιας.
Η Μεταξένια κάθε πρωί φορούσε και ένα διαφορετικό
μεταξωτό φόρεμα και καθρεφτιζόμενη στην
ήρεμη επιφάνεια της λίμνης θαύμαζε
την ομορφιά της και ρωτούσε τους μεταξουπηκόους της αν έχουν δει πιο όμορφα φορέματα από τα δικά της και κάθε
μέρα έπαιρνε την ίδια απάντηση: «Σαν το μετάξι Μεταξένια μας ποτέ!» Η Μεταξένια μετά από αυτό γέλαγε ευτυχισμένη και
η ευτυχία της έδινε δύναμη και ζωή σε όλο το βασίλειο της Μεταξοχώρας.
Οι μέρες πέρναγαν οι εποχές άλλαζαν αλλά η μεταξένια φύση δεν έχανε ποτέ την ομορφιά της και τα χρώματά της!
Η Μεταξολίμνη συνέχιζε να καθρεφτίζει
την ομορφιά της Μεταξένιας ενώ οι υπήκοοι της συνέχισαν να θαυμάζουν την
ομορφιά των φορεμάτων της.
Μα ένα πρωινό, ένα πρωινό από αυτά που μεγαλύτερη αξία έχει
η σιωπή και όχι οι λέξεις αν δεν είναι αυτές που πρέπει μετά από την ερώτηση της Μεταξένιας για το
καινούριο της φόρεμα και το ΌΧΙ των
μεταξουπήκόων της, την ώρα που το χαμόγελο έσκαγε στα χείλη της Μεταξένιας
ακούστηκε ένα μικρό μα δυνατό και καθαρό Ναι!!!
Ω τι σύμφορα!!!! Ποιος ήταν αυτός που ξεστόμισε τέτοια λέξη!
Ποιος ήταν αυτός που θάμπωσε το γέλιο της πριγκίπισσας και την ομορφιά της!!!
Να βγει αμέσως να δώσει εξηγήσεις! Στο μεταξύ όλα στο Μεταξοβασίλειο, άρχισαν
να θαμπώνουν και να μαραίνονται γιατί δεν ακούστηκε το μεταξένιο γέλιο της Μεταξένιας
που ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα!
Και νάσου ένα ανθρωπάκι ολόλευκα ντυμένο που καταγόταν από
την χώρα του βαμβακιού, την Βαμβακόχωρα, φορτωμένο με μια μεγάλη βαλίτσα που την άφησε στα πόδια της
πριγκίπισσας έσκυψε και χάιδεψε την μεταξένια άκρη του φορέματος της Μεταξένιας
που ήταν έτοιμη να κλάψει!
--Μην κλαις Μεταξένια μου! Δεν θέλω να σε στεναχωρήσω!
Αντίθετα μάθαμε στην Βαμβακοχώρα για την ομορφιά σου και ήρθα να σου φέρω και
εγώ φορέματα! Φορέματα της χώρας μου, από βαμβάκι γιατί πρέπει να ξέρεις ότι
την ομορφιά δεν την βρίσκουμε στα ρούχα που φοράμε αλλά η ομορφιά κρύβεται μέσα
μας, υπάρχει στην ψυχή μας και ότι και να φορέσουμε αυτή θα βρει τρόπο να
φανερωθεί!
Αυτά είπε και έβγαλε από την βαλίτσα του φορέματα βαμβακερά,
κομμένα και ραμμένα στα μέτρα της πριγκίπισσας που σαν τα φόρεσε όλοι και πάλι
θαύμασαν την ομορφιά της και άρχισαν να δυνατά να το λένε στην Μεταξένια!
Τότε η Μεταξένια ντυμένη στο λευκό βαμβακερό της φόρεμα άρχισε
δυνατά να γελάει και να χαρίζει τα φορέματά της ς αφού
κατάλαβε την δύναμη της ψυχικής ομορφιάς!
Όλα τότε έλαμψαν και πάλι κάτω από τον ολοκίτρινο μεταξένιο
ήλιο και τα χρώματα της φύσης της Μεταξοχώρας
έγιναν ακόμα πιο έντονα, ακόμα πιο λαμπερά, ακόμα πιο όμορφα και πέρασαν αυτοί
καλά και εμείς καλύτερα!
Τα φορέματα έγιναν πελότες για καρφίτσες, αποθηκεύτηκαν σε μια κούτα και θα λάβουν μέρος σε bazaar όχι της Μεταξοχώρας αλλά της περιοχής μου για να δώσουν χαμόγελα στα χειλάκια κάποιων παιδιών!